- ἀναφορικῶν
- ἀναφορικόςstanding in relationfem gen plἀναφορικόςstanding in relationmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεθότι — και μεθόστις (Μ) (σύνδ.) όταν, αφού. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μεθότι και μεθόστις έχουν προέλθει από συνεκφορά της πρόθεσης μετά και τών αναφορικών αντωνυμιών ὅστις και ὅ,τι] … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
ως — (I) ΜΑ βλ. ως. (II) ΜΑ βλ. ώς. (III) Α πρόθ. προς («ὡς αἰεὶ τὸν ὅμοιον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὅμοιον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.]. (IV) ὡς, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὥ Α 1. επίρρ. α) (αναφ.) καθώς, όπως (α. «ως συνήθως, άργησε πάλι» β. «κινήθη δ ἀγορὴ … Dictionary of Greek
όποιος — α, ο (Μ ὅποιος, α, ον) (αναφ. αντων.) εκείνος που, αυτός που (α. «όποιος είναι έξω απ τον χορό πολλά τραγούδια ξέρει», παροιμ. β. «όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τόν τρών οι κότες», παροιμ.) νεοελλ. (ως αόρ. αντων.) 1. οποιοσδήποτε («όποιος κι … Dictionary of Greek
Ινδοευρωπαίοι — Ονομασία των λαών που ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική ομάδα. Περιλαμβάνει τις γλώσσες που ομιλούνται στην Ευρώπη και στην Ασία και έχουν κοινή γλωσσική καταγωγή. Η έννοια Ι. γεννήθηκε τον 19ο αι., όταν η μελέτη του ινδουισμού οδήγησε πολλούς… … Dictionary of Greek